λαβυρινθοειδής

λαβυρινθοειδής
λᾰβῠρινθοειδής, ές,
A = -ώδης, Vett.Val.276.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαβυρινθοειδής — ές (Α λαβυρινθοειδής, ές) [λαβύρινθος] λαβυρινδώδης, περίπλοκος …   Dictionary of Greek

  • λαβυρινθοειδές — λαβυρινθοειδής masc/fem voc sg λαβυρινθοειδής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”